- διεμβολή
- η1. δερμάτινο ή μεταλλικό δαχτυλίδι για τη συγκράτηση ιμάντα σαμαριού ή εξαρτήσεως2. στενή μεταλλική πλάκα που προσαρμόζεται στην ταινία παρασήμων και αναγράφει τη μάχη στην οποία ανδραγάθησε ο παρασημοφορούμενος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στον Ιω. Ολύμπιο (1802-1869)].
Dictionary of Greek. 2013.